- ἐπισκήνιον
- ἐπισκήνιοςstagymasc/fem acc sgἐπισκήνιοςstagyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκήνιος — ἐπισκήνιος, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπισκήνιον α) μσν. η θεατρική τέχνη β) αρχ. το τμήμα πάνω από τη σκηνή τού θεάτρου αρχ. ως επίθ. θεατρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκηνή + επίθημα ιος … Dictionary of Greek